- καθήγησις
- καθήγησις, ἡ (AM) [καθηγούμαι]μσν.η θέση τού ηγουμένου σε μοναστήριαρχ.καθοδήγηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθήγησις — rule fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγήσει — καθήγησις rule fem nom/voc/acc dual (attic epic) καθηγήσεϊ , καθήγησις rule fem dat sg (epic) καθήγησις rule fem dat sg (attic ionic) καθηγέομαι act as guide fut ind mp 2nd sg καθηγέομαι act as guide fut ind mid 2nd sg καθηγέομαι act as guide… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγήσεις — καθήγησις rule fem nom/voc pl (attic epic) καθήγησις rule fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθήγησιν — καθήγησις rule fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγήσεως — καθηγήσεω̆ς , καθήγησις rule fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθηγήσῃ — καθηγήσηι , καθήγησις rule fem dat sg (epic) καθηγέομαι act as guide aor subj mp 2nd sg καθηγέομαι act as guide fut ind mp 2nd sg καθηγέομαι act as guide aor subj mid 2nd sg καθηγέομαι act as guide fut ind mid 2nd sg καθηγέομαι act as guide… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)